οὐατοκοίτης

οὐατοκοίτης
οὐᾰτο-κοίτης, ου, ,
A = ἐνωτοκοίτης, Nonn.D.26.94,99,30.315.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουατοκοίτης — οὐατοκοίτης, ὁ (Α) (ονομ. ατόμων μυθικής ινδικής φυλής που είχαν πολύ μακριά αφτιά) αυτός που κοιμάται πάνω στα αφτιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κοίτης (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. ανεμο κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • οὐατοκοῖται — οὐατοκοίτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐατοκοίτην — οὐατοκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”